- ταχυτάς
- τᾰχῠτάς1 speed in foot racing.
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.95
“οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” O. 4.24ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι O. 1.95
“οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι” O. 4.24ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ταχυτάς — ταχυτά̱ς , ταχυτής quickness fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερίζω — (AM ἐρίζω) [έριδα] 1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί τού ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.) 2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι ανταγωνίζομαι μσν. προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
ταχυτής — ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, ᾱτος, Α [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.) 2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή … Dictionary of Greek